κυρτώσῃ

κυρτώσῃ
κυρτώσηι , κύρτωσις
bulging
fem dat sg (epic)
κυρτόω
hump up
aor subj mid 2nd sg
κυρτόω
hump up
aor subj act 3rd sg
κυρτόω
hump up
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύρτωση — η (Α κύρτωσις) 1. κυρτότητα, κύρτωμα, καμπύλωμα 2. καμπούριασμα («κυρτώσεων ἢ κυλλώσεων τοῡ σώματος», Πτολ.) αρχ. 1. (για αιμοφόρα αγγεία) διόγκωση, φούσκωμα 2. φυσαλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • κύρτωση — η βλ. κύρτωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκύλωση — Κύρτωση, καμπύλωση. Στην ιατρική α. λέγεται η σχεδόν πλήρης ή και πλήρης κατάργηση της κινητικότητας μιας άρθρωσης. Μπορεί να προκληθεί είτε από τραύμα είτε από φλεγμονή της άρθρωσης, οξεία (οστεομυελίτιδα, γονοκοκκική ερυθρίτιδα) ή χρονία… …   Dictionary of Greek

  • ανακύρτωση — η [ανακυρτώνω] 1. κύρτωση προς τα επάνω, καμπύλωμα 2. η εκ νέου κύρτωση …   Dictionary of Greek

  • γρύπωση — η (Α γρύπωσις) [γρυπούμαι] 1. κύρτωση 2. η παθολογική κύρτωση τών νυχιών …   Dictionary of Greek

  • ένταση — η (AM ἔντασις) 1. τέντωμα, διάταση («η ένταση τής χορδής») 2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» η άνοδος τού πυρετού) νεοελλ. 1. το μέτρο τού μεγέθους ή τής αποτελεσματικότητας τού ήχου, τού φωτός, τής ακτινοβολίας κ.λπ. 2. φρ. α) «ένταση ήχου» η …   Dictionary of Greek

  • αγκύλη — Δήμος της Αιγηίδας φυλής στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα υπήρχε και προάστιο της πόλης. * * * η (Α ἀγκύλη) [ἀγκύλος] νεοελλ. συνήθως στον πληθ. οι αγκύλες 1. τα τυπογραφικά σημεία [], μέσα στα οποία τίθεται παρενθετικά τμήμα τού λόγου 2.… …   Dictionary of Greek

  • αψίδωση — η (Μ ἁψίδωσις) [αψιδώ ( ώνω)] κατασκευή αψίδας ή σειράς αψίδων νεοελλ. κύρτωση, κάμψη …   Dictionary of Greek

  • βλαισός — ή, ό (Α βλαισός, ή, όν) χαρακτηρισμός κάθε μέλους που παρουσιάζει κύρτωση με τη γωνία ανοιχτή προς τα έξω («βλαισό γόνατο», «βλαισός μεγάλος δάκτυλος του ποδιού») αρχ. 1. αυτός που συστρέφεται, που δεν εκτείνεται σε ευθεία γραμμή («βλαισός… …   Dictionary of Greek

  • γονυκαμψία — η 1. κάμψη τού γόνατος 2. η κύρτωση τών ποδιών τού γονυκαμπούς ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κάμψις ( η) Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”